- σουργούτσι
- το, Ν(λαογρ.) μεταλλικό, συνήθως, εξάρτημα τού κεφαλόδεσμου παραδοσιακής φορεσιάς το οποίο με τον θόρυβο που έκανε θεωρούνταν ως αποτρεπτικό τού κακού.[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για διαλ. τ.].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.